Αγωνιστής της Λευτεριάς
Άγγελος Αγγελίδης
Κατερίνη 24-11-2020
Ξεχάστηκες να βγεις πρωί στου Ηλιου τη γιορτή
κρυμμένος μες τη σκέψη σου, μαύρη Ανατολή.
Τα άρματά σου γυάλιζες κρυφά, νύχτα, φοβέρα
είχες παρέα, συντροφιά, στη νύχτα τον αγέρα.
Ούτε που σκέφτηκες στιγμή τα μάτια σου αλλού,
σκοπιά φυλάς μη και σας βρει το πείσμα του οχτρού.
Οι σύντροφοι ξεθάρρεψαν έγνεψαν στον Μορφέα,
τα βλέφαρα χαλάρωσαν, γλυκαίνεται η ψυχή.
Τινάζεσαι χαράματα, στρίβεις δασύ μουστάκι,
τη κάπα ρίχνεις κατά γης, λεύτερος να σταθείς.
Νερό ρίχνεις στο πρόσωπο, σηκώνοντας το βλέμμα
ψάχνεις στον ουρανό Θεό, ελπίδα της ζωής.
Βγάζεις φωνή χαρούμενη, πνιγμένη από μεράκι,
που μοιάζει σύνθημα κρυφό, ευχή και εντολή.
Οι σύντροφοι αρματώθηκαν, πρώτη φροντίδα απ΄ όλα,
μπήκαν τα όπλα σταυρωτά, τώρα η προσευχή.
Ξεμέριασαν σιγά-σιγά πάλι στα μετερίζια,
τηρώντας νόμους άγραφους που ορίζουν οι στιγμές.
Τα στήθια ανάσαιναν βαθιά, το θάρρος ανδρειώνει
κι ο νους τους έκλεψε καιρό να νιώσει από ζωή.
Γυναίκα και ανήλικα, μωρά παιδιά και κόρες,
γέροντες, μάνες, ορφανά στη σκέψη τριγυρνούν.
Υποχρεώσεις, όνειρα, σχέδια και μεράκια,
πάθη, ανθρώπινες στιγμές, μόνα θα πορευτούν.
Δεν έκλαψα τις μέρες μου, δε ζύγισα τη πίκρα,
ούτε που σας φοβήθηκα βόλια, φαρμακερά.
Τη λευτεριά στερήθηκα, τα χρόνια μου χαμένα,
σαν άλλα λέει η γλώσσα μου και άλλα η καρδιά.
Μάνα μου μη πικραίνεσαι, κόρη μου μη λυπάσαι,
λεβέντη γιέ μη φοβηθείς, γέροντα μη πονάς.
Για τη Πατρίδα όλοι μας, μαζί σταυρό κι αγώνα,
σαν έχεις μάτια ανοιχτά όλα τα προσπερνάς.