“ΩΔΕΣ” , ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ
Ο Ανδρέας Κάλβος είναι ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες ποιητές. Δημιουργός με ιδιαίτερο ύφος και συγκλονιστικός στις ποιητικές του εξάρσεις, έγινε γνωστός κι εκτιμήθηκε ως μείζων Έλληνας ποιητής, αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του, χάρις στον Κωστή Παλαμά. Το ποιητικό του έργο συνοψίζεται στις «Ωδές» του, στις οποίες έψαλε τις αρετές και το έπος του ‘21.
Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1792 στη Ζάκυνθο, από ντόπια πλούσια μητέρα, την Αδριανή Ρουκάνη και πατέρα Κερκυραίο, τον Ιωάννη Κάλβο, ανθυπολοχαγό του Ενετικού στρατού και αργότερα έμπορο. Μετά το χωρισμό των γονέων του, ακολούθησε τον πατέρα του στο Λιβόρνο της Ιταλίας, ο οποίος επιδόθηκε στο εμπόριο. Όταν, όμως, έχασε τον πατέρα του (1812), σταμάτησε τις φιλολογικές σπουδές του κι εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, όπου θα γνωρίσει τον σπουδαίο ελληνοϊταλό ποιητή Ούγο Φώσκολο ο οποίος που τον προστάτεψε και τον βοήθησε να συνεχίσει τις σπουδές του. Όταν ο Φώσκολος κατέφυγε στην Ελβετία ως πολιτικός εξόριστος (1815), πήρε μαζί του τον Κάλβο και από εκεί οι δύο φίλοι εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο.
Το 1820 εγκαταλείπει το Λονδίνο και περνώντας ξανά από τη Φλωρεντία, όπου απελαύνεται για τις φιλελεύθερες ιδέες του και την Ελβετία, φτάνει στο Παρίσι (1824), όπου προσπαθεί να ζήσει ως δημοσιογράφος.
Το 1826 κατεβαίνει στην επαναστατημένη Ελλάδα «για να προσφέρει ακόμη μια καρδιά στα όπλα των μουσουλμάνων», όπως έγραψε στον στρατηγό Λαφαγιέτ. Φτάνει στο Ναύπλιο, όπου όμως δεν θα εκτιμηθεί η αφιλόκερδη και αγνή πατριωτική προσφορά του. Η επαφή του με την ελληνική πραγματικότητα, οι αντιζηλίες και τα πάθη των αγωνιστών τον πληγώνουν βαθιά και πικραμένος φεύγει για την Κέρκυρα τον Αύγουστο του 1826.
Τον Νοέμβριο του 1852 εγκαταλείπει οριστικά την Κέρκυρα για την Αγγλία. Στο Λονδίνο παντρεύεται τη Σαρλότ Γουάνταμς, με την οποία εγκαθίσταται στο Λάουθ του Λινκονσάιρ, όπου η σύζυγός του ίδρυσε ανώτερο παρθεναγωγείο στο οποίο δίδασκε και ο Κάλβος. Εκεί συνέχισε την ενασχόλησή του με τις θρησκευτικές μελέτες και τις μεταφράσεις έως τον θάνατό του στις 3 Νοεμβρίου 1869.
Το κυριότερο ποιητικό δημιούργημα του Κάλβου είναι οι «Ωδές», που αποτελούνται από 20 πολύστροφα ποιήματα. Τις πρώτες δέκα τις έγραψε στη Γενεύη το 1824 και τις άλλες δέκα μετά δύο χρόνια στο Παρίσι. Οι πρώτες είχαν τον γενικό τίτλο «Λύρα, Ωδαί» και οι άλλες τον τίτλο «Νέαι Ωδαί». Στο πρώτο βιβλίο υπογράφει ως Ανδρέας Κάλβος Ιωαννίδης ο Ζακύνθιος και στο δεύτερο ως Κάλβος ο Ζακύνθιος. Οι περισσότερες Ωδές είναι αφιερωμένες στην πατρίδα ή τιτλοφορούνται με τίτλους που εξυμνούν την πατρίδα και τους τόπους θυσίας των ηρωικών υπερασπιστών της.
Αν το έργο του έγινε ευρύτατα γνωστό κι εκτιμήθηκε όσο λίγα στην Ελλάδα, τούτο οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον Κωστή Παλαμά, που σε μία ομιλία του, 20 χρόνια μετά το θάνατό του, διαδήλωσε τον απερίφραστο θαυμασμό του στην ποίηση του Κάλβου και ερμήνευσε στο ακροατήριό του γιατί ο Κάλβος ήταν ένας μεγάλος, ένας αρρενωπός ποιητής.