ΔΕ ΘΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ, ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

 

«Δεν θα σε περιμένω πουθενά»
Τάσος Λειβαδίτης,
«Ο ποιητικός διαβάτης»

 

 

Μια φορά και ένα καιρό καθώς χτυπούσαν οι καμπάνες της Ανάστασης στις 20 του Απρίλη του 1922, είδε το φως του φεγγαριού ο Τάσος, γιος του Λύσανδρου, όχι του πολιτικού και της Βασιλικής. «Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια» είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά τον κέρδισε ολοκληρωτικά η ποίηση.
Όλα του γάμου δύσκολα, μα γι αυτόν η γυναίκα του, Μαρία Στούπα ήταν ο οργασμός, ο θησαυρός, η έμπνευση, η ηρωίδα των ποιημάτων του. «Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων» και αυτός βρήκε το 1946 το στήριγμα του στα σκληρά χρόνια της εξορίας και σε όλη του τη ζωή. «Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου που κελαηδούσαν σαν πουλιά θα θυμάμαι τα μάτια σου φλογερά και μεγάλα σαν δυο νύχτες έρωτα μέσα στον άγριο πόλεμο». Tην χρονιά αυτή κάνει και την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση δημοσιεύοντας το ποίημα “Tο τραγούδι του Xατζηδημήτρη” στο περιοδικό “Eλεύθερα Γράμματα” του Δημήτρη Φωτιάδη. Πάμε σιγά σιγά στο 1947, τότε συνεργάστηκε για την έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Στη συνέχεια, το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε παράλληλα, σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 – 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 λόγω δικτατορίας) καθώς και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966) με δημοσιεύσεις πολιτικών και κριτικών δοκιμίων. Ακόμη, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Ασχολήθηκε έντονα με τα πολιτικά δρώμενα, δραστηριοποιήθηκε στον χώρο της αριστεράς, συμμετέχοντας στην αντίσταση, με συνέπεια να εξοριστεί το 1948 στο Μούδρο, το 1949 την Μακρόνησο ενώ αρνούμενος να υπογράψει δήλωση μετάνοιας μεταφέρεται στον Άη Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα. Συγκεκριμένα, από τις τελευταίες αφέθηκε ελεύθερος το 1951.

«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη, τη μάνα σου και τον κόσμο».


Ο ποιητής αναμετράται με τις αδιέξοδες πληγές που στοιχειώνουν τις βαλίτσες ενός χαμένου ταξιδιού και στα χρόνια της δικτατορίας, βυθίζεται στη σιωπή, μένει άνεργος και οδηγείται στη συγγραφή μέσα από το νεανικό λαϊκό περιοδικό «το Φαντάζιο». Με το ψευδώνυμο Ρόκκος, εργάστηκε πάνω σε μια σειρά βιογραφιών λογοτεχνών και μια σειρά από περιλήψεις μεγάλων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Αξίζει να τονιστεί πως ο τόμος Μεγάλοι Ρώσοι Συγγραφείς (Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Παστερνάκ): Συνοπτική Απόδοση των Αριστουργημάτων τους από τον Λειβαδίτη συγκεντρώνει ένα μέρος των ζωντανών συνόψεων που είχε κάνει ο ποιητής.
Ξάφνου, το έργο του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε ως «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Το 1955 ο Λειβαδίτης δικάζεται στο πενταμελές εφετείο ενώ πλήθος κόσμου με σπουδαίες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών ανάμεσα τους, παρακολουθούν τη δίκη, όπου ο ποιητής μετέτρεψε το εδώλιο σε βήμα, υποστηρίζοντας την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Η ολοκληρωτική του αθώωση κάνει μπαμ. «Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες».
Μεταφερόμαστε στο 1972, στην έκδοση του βιβλίου “Nυχτερινός επισκέπτης”, σημείο αναφοράς για την έναρξη της β’ φάσης του έργου του σύμφωνα με τους ειδικούς. Ταυτόχρονα, αποστασιοποιείται από την πολιτική κάνοντας βαθιά ενδοσκόπηση, στοχεύοντας στο φιλοσοφικό βάθος του έργο του μέσω ενός μοναχικού και πρωτοποριακό δρόμου για τη τέχνη του.
Η μαθηματική ψυχολογία των συναισθημάτων, η προσωπική και ιστορική του τραγωδία από τη Δικτατορία, τον πόλεμο και τη συνέχεια του, η οξυδέρκεια του αφηγηματικού λεξιλογίου, η απαιτητικότητα της άγραφης σελίδας, η ποίηση της ήττας, της μάταιης ύπαρξης, τυλιγμένη από εμβληματικούς συμβολισμούς γίνονται αγαπημένοι συνοδοιπόροι στη καθημερινότητα των ποιημάτων του.
Στα έργα του διακρίνει κανείς το ανεκπλήρωτο όραμα, τον αγώνα για το δίκαιο, την ανάγκη για αφύπνιση, την αλλαγή που δεν επιτεύχθηκε ποτέ, τον απόλυτο έρωτα, το θάνατο, το θεό, το πόνο, τη «τρέλα», τους ανθρώπους της καθημερινότητας, τη γυναίκα, τη μεταφυσική αναζήτηση, τη μοναξιά, το ρομαντισμό που, αποτέλεσαν κάποιες τις ενότητες του Λειβαδίτη, θέματα που προσέγγιζε με τη δική του ζοφερή πραγματικότητα. Τα απλά αντικείμενα, τα φτηνά ξενοδοχεία, το πολεμικό μέτωπο, οι ταβέρνες, τα ραφτάδικα, οι δρόμοι, ένα δωμάτιο κρεβατοκάμαρας, οι πλατείες, ήταν τα σκηνικά που κοσμούσαν τα ποιήματα του, τοποθεσίες μιας ζωής γεμάτης όνειρα για μια ουτοπική πραγματικότητα.
Που είναι όμως; Τον περίμενες το βράδυ καθώς δεν ήταν αυτός που σωπαίνει, ήταν ο μουσικός της ψυχής που έδινε το αστέρι του σε όλους βάζοντας σε στη μυστική Πύλη των ποιημάτων του. Ξαναπιάνεις το βιβλίο από το κομοδίνο, γυρνάς σελίδες και πέφτεις στους στίχους

«Κλείσε το σπίτι μου λες και Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί
και προχώρα. Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ, εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων. Σ’ όποιο μέρος της γης, σ’ όποια ώρα, εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για ένα καινούργιο κόσμο… εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου».

Μου μιλάει και με ανατριχιάζει, αντιλαμβάνεσαι πως ότι συνθήκες και να επικρατούν σε όποια εποχή και αν βρίσκεσαι, ο ερωτευμένος άνθρωπος προτιμά να βιώνει οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση με το άλλο του μισό, την αγάπη του, χτίζοντας κάτι ονειρικό και νέο, ακόμη και ιδεατό, παρά μια «εύκολη» ζωή μακριά του.

«Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π’ αγάπησα
που πάω και τι θα βρω».

Ο Λειβαδίτης εκτός από την ποίηση, κατείχε και την ιδιότητα του στιχουργού. Στιχουργήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μίμη Πλέσσα, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Γιώργο Τσαγκάρη όπως ήταν το “Βρέχει στην φτωχογειτονιά, “Δρόμοι που χάθηκα”, “Η Δραπετσώνα”. Σε συνεργασία επίσης, με τον Κώστα Κοτζιά έγραψε το σενάριο για την ταινία “Συνοικία το όνειρο”. Τα έργα του αυτά βρήκαν φωλιά σε κάθε φτωχικό σπίτι πριν και μετά το θάνατο του.
Οι ποιητικές του συλλογές τιμήθηκαν με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979) ενώ ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ρωσικά, Κινέζικα, Σουηδικά, Σερβικά, Ουγγρικά κ.α.
Στις 30 Οκτωβρίου 1988, φεύγεις από τη ζωή, εσύ, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου» “Θεέ μου ‒ δεν έζησα: έχοντας να μεριμνήσω για τόσα φύλλα την άνοιξη”, αφήνοντας έτσι, παρακαταθήκη πάνω από είκοσι ποιητικές συλλογές. «Τίποτα. Κοιμήσου. Εκείνος τελείωσε». Εγώ σιγοτραγουδώ ακόμα τους στίχους του, μα «Δε θα σε περιμένω πουθενά» γιατί ξέρεις είσαι πάντα εκεί ωδή στον ολοκληρωτικό μας έρωτα και την ανθρωπιά. Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς φτωχότεροι.

Επιμέλεια κειμένου
Μανωλοπούλου Μαριάννα
Αρθρογράφος, Συνεργάτης COA

 

Προηγούμενο άρθροΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ vs COVID 19, ΨΩΝΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ
Επόμενο άρθροΗ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ ΦΡΥΝΗ-ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΛΕΞΙΟΥ
ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑΝΝΑ
Η Μαριάννα Μανωλοπούλου, είναι 23 ετών και γεννήθηκε στην Λάρισα. Σπούδασε στο Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης της Παιδαγωγικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ενώ τώρα σπουδάζει δημοσιογραφία στη New Media Studies. Παλεύει καθημερινά ανάμεσα στην αγάπη της για την εκπαίδευση και το πάθος της δημοσιογραφίας για να ξεφύγει από την «ανιαρή» πραγματικότητα. Διεξήγαγε πρακτικές ασκήσεις σε σημαντικά σχολεία της Θεσσαλονίκης μεταξύ των Εκπαιδευτηρίων Μαντουλίδη ενώ τα δυο τελευταία χρόνια εργάζεται σε ιδιωτικά σχολεία της Λάρισας. Συμμετείχε εθελοντικά σε προγράμματα όπως στο hotspot των Διαβατών, στο Παιδικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, στο TEDxUTHLarissa ενώ συμμετέχει τη δεδομένη στιγμή στο πρόγραμμα ενδυνάμωσης γυναικών WOMENTORS. Αρθρογραφεί τα τελευταία 3 χρόνια και έχει διεξάγει συνεντεύξεις από ανθρώπους με δράση στο χώρο του πολιτισμού, της εκπαίδευσης, των τεχνών, των επιστημών και της επιχειρηματικότητας, όπως η Αλκυόνη Παπαδάκη, η Λένα Μαντά, ο Μάνος Κοντολέων, η Μαρία Κορινθίου κ.α Έκανε τα πρώτα της δημοσιογραφικά βήματα στην Πηγή Παιδείας και συνεχίζει δυναμικά τη συνεργασία της με τη τοπική εφημερίδα της Λάρισας Larissanet. Γεμάτη αντιθέσεις, πεισματάρα μέχρι να γίνει το δικό της, επίμονη, παρατηρητική, δυναμική, υπομονετική και ονειροπόλα. Θα την ακούσεις να λέει καθημερινά πως «ό,τι θέλει θα κάνει», αντιδραστική από επιλογή. Ενθουσιάζεται εύκολα και βαριέται ακόμη ευκολότερα. Αγαπάει τα ταξίδια, το θέατρο, την επικοινωνία, την ποίηση, την ψυχολογία, την ευγένεια και την αλληλοϋποστήριξη μεταξύ γυναικών. Μότο που την συντροφεύουν σε κάθε στιγμή: «Αν το θέλεις, μπορείς ότι και αν είναι», «Να σ’ αγαπάς πολύ» και «Αν δεν έγραφα θα ήμουν μια ζωή δυστυχισμένη».