Το Κορίτσι Με Το Φεγγάρι Στο χέρι
Μενέλαος Λουντέμης, ( 14 Ιανουαρίου 1912 – 22 Ιανουαρίου 1977)
Το θυμότανε. Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι έλεγε… -το ‘λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον εαυτό του― αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να κοσκινίσει όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει ― όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν…― και να σκύψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με δακρυσμένα «ευχαριστώ».
Εκεί μέσα που τον έθαψαν, που τον είχαν σα λείψανο ριγμένο, λαχτάρισε και δίψασε. Δίψασε για ένα σημαδάκι χλόη, για μια σταλίτσα του απάνω κόσμου. Ένα γέλιο μικρού παιδιού ή ένα τζιτζίκι… Κάτι που να μη θυμίζει αυτόν τον μουχλιασμένο και πνιγερό τάφο. Εκεί κάτου τα ‘χε ξεχάσει όλα. Το χρώμα του κόσμου, τη μέρα. Τι χρώμα είχε, αλήθεια, η μέρα; Ήταν γαλάζια; ή άσπρη;… Γιατί εδώ τα μάτια του ήταν άχρηστα, περιττά. Εδώ ζούσε μόνο με τ’ αφτιά και τα δάχτυλα. Την πρώτη μέρα που τον κατέβασαν είχε μαζί του και τη μύτη του μα ύστερα την έχασε. Τον έπιασε καταρροή κι ανόστησαν όλα. Πρόφτασε μονάχα να μυριστεί ότι βρομούσε βαριά κι ανυπόφορα εκεί μέσα… Κάτι σαν υπόνομος, σαν λάκκος ψοφιμιών. Ότι βούιζε σα βαθύ πιθάρι. Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν. Το σκοτάδι τα κατάπιε και τ’ αφάνισε όλα. Κάπως έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι στον άδη. Έτσι άχαρα, έτσι στυφά. Μόνο που τώρα πρέπει να του πάρουν αυτό τ’ όνομα, και να τον λένε «Απομόνωση». Θα του ταιριάζει περισσότερο.
Είχε μια πίκρα, που την έφερε μαζί του απ’ έξω. Ότι δεν πρόφτασε να δει το φεγγάρι. Το σπίτι που κρυβότανε ήταν παράμερο, σα μια γούβα, με τα παράθυρα πάντα κλειστά, πάντα, μέρα και νύχτα.
Ά… το φεγγάρι… Έπρεπε να είχε προφτάσει να το δει. Όμορφα είναι και με τον ήλιο, ― ά, ναι…― και μ’ αυτόν, είναι πολύ όμορφα. Μα με το φεγγάρι… Μ’ αυτό είναι αλλιώτικα. Ο κόσμος γίνεται μαγευτικός, σαν παραμυθένιος. Σκέψου… Αυτός κι εκείνη ― το Ολγάκι― με φεγγάρι. Βράδυ αττικό. Και το φλύαρο ζεστό χεράκι της χωμένο στο δικό του. Το Ολγάκι… Ακουμπισμένο απάνω του σφικτά στο ξύλινο καναπεδάκι. Κι από πάνω η ακακία με το φεγγάρι μπλεγμένο στα κλαριά της. «Ολγάκι… κόψε μου κείνο το χρυσό μήλο» ― «Κλείσε τα μάτια να στο κόψω…». Το μάγουλό της, τρυφερό, μεταξένιο, τριβότανε μ’ ένα μικρό θρόισμα απάνω του. «Ώ, τι γλυκό και μοσκοβολημένο φεγγάρι…».
Τώρα που να είναι, τι να κάνει; Το Ολγάκι…
Ήταν τρυφερό, το μόνο τρυφερό συναπάντημα της ζωής του. Μικρό… ολομόναχο. Ανίδεο απ’ τη ζωή και τις παγίδες της. Γελούσε σα φρεσκοκομμένο ρόδι και δεν έβλεπε τους λύκους που ακόνιζαν γύρω της τα δόντια τους. Το είχε ανταμώσει λίγο πριν από το γκρεμό και τ’ άρπαξε και το ‘σφιξε πάνω στο τίμιο στήθος του. Και το καλόπιασε. Κείνη ακούμπησε στο μπράτσο του και πάτησε θαρρετά.
Μα αν γλύτωσε το Ολγάκι απ’ το γκρεμό κι απ’ τα δόντια των λύκων, άλλος γκρεμός, ένας αληθινός τάφος, ανοίχτηκε για τον ίδιο. Άλλοι λύκοι άρχισαν να μυρίζουν τα δικά του τα βήματα. Το κατάλαβε στην ώρα. Και της το ‘πε ― κείνη έτρεμε…
― Ξέρεις, Ολγάκι. Το καταλαβαίνω, πως η ανάσα μου εδώ πάνου θα είναι λίγη. Μια μέρα θα με σύρουν σα φονιά, ναι, εμένα. Θα μου ζητήσουν να πατήσω το ψωμί μου. Να παραδώσω τους συντρόφους μου. Να βρίσω το δίκιο του νηστικού. Να πω ήμαρτον για όλα που αγάπησα. Κι εγώ θα πω «όχι». Και τότε, Ολγάκι, ― δεν έχουμε καιρό να στο εξηγήσω γιατί― τότε μπορεί να με κρεμάσουν ανάποδα, ή να με θάψουν ζωντανό. Και να με κρατούν, κρεμασμένο ή θαμμένο, ώσπου να πέσω ν’ απαρνηθώ. Τότε, Ολγάκι, θα μείνεις ολομόναχο. Και πρέπει να σφίξεις τα δόντια σου. Παντού παραμονεύουνε λύκοι διψασμένοι για πλάσματα σαν και σένα. Πρέπει να σφίξεις τα δόντια και να περιμένεις ώσπου να με ξεθάψουνε ― γιατί κάποτε θα με ξεθάψουνε. Θα κουραστούνε και θα με ξεθάψουνε. Τότε θα μου ξαναδώσεις πάλι να σφίξω το χεράκι σου… και δε θα τ’ αφήσω πια ποτέ.
Που να είναι άραγε τώρα το μικρό του, το ολόμικρό του Ολγάκι;…
Εδώ κάτου όλα ήταν μαύρα σαν κατράμι. Όλα σκεπασμένα με νύχτα πηχτή. Μπερδεμένα τα μερόνυχτα. Σμιγμένη η νύχτα με τη μέρα σε μια μόνη νύχτα χωρίς σύνορα. Είχε πάψει πια να μετράει, γιατί από πού ν’ αρχίσει; Με τι να μετρήσει; Εδώ ήταν όλα ένα μονοκόμματο σκοτάδι. Οι ώρες, τα λεπτά, οι μήνες και τα χρόνια. Τα ρολόγια και τα καλαντάρια, ήταν γι’ αυτούς που ζουν στο ξέφωτο του κόσμου, που έχουν τα μάτια, και που τους χρειάζονται τα μάτια. Εδώ «ζω» θα πει ψηλαφώ.
Έτσι σερνόταν αυτή η άσωτη μαυρίλα, έτσι λίμναζε αυτή η ασήκωτη πίσσα που απάνω τη λένε χρόνο. Κι έτσι θα σερνόταν, κι έτσι θα λίμναζε… αν…
Αν δεν γινότανε αυτό το θαμπωτικό και πρωτάκουστο, αν κάποτε, ξάφνου δεν γινόταν φως. Τι ήταν; Από πού ξεκίνησε; Τι ζητούσε;… Δεν ήξερε. Η αλήθεια είναι ότι έγινε, ότι κάποτε ― μέσα στα βαθιά έγκατα― έπεσε φως. Μόλις το είδε, έτριψε καλά τα μάτια του, κούνησε το μυαλό του, μην ήταν ψέμα, μην τον περιπαίζανε τα όνειρα. Όχι. Ήταν αλήθεια! Σύρτηκε με τα τέσσερα και κόλλησε τα μάτια του στην τρυπούλα του κελιού. Ήταν φως! Ένα κορίτσι (όνειρο;…) ένα κορίτσι αλαφροπάτητο περνούσε με το φεγγάρι στο χέρι. Φίλησε το βρώμικο σανίδι της πόρτας… Ήταν φως! Η ζωή ήταν ακόμη στη θέση της! Μα δεν πρόφτασε να χαρεί. Χοντρά βήματα ακούστηκαν ξοπίσω της. Και μ’ όλο του το σάστισμα μπόρεσε να ξεχωρίσει τη βαριά σιλουέτα του Σβαρτς, του βασανιστή και σκυλάνθρωπου, που δέκα ολάκερα μερόνυχτα τον παίδευε, πριν τον θάψει εδώ μέσα. Ναι, ήταν αυτός. Μα που την πήγαινε την άγνωστη με το φεγγάρι; Δεν πρόφτασε να την μελετήσει καλά, είχε μόνο ξεχωρίσει τα μαλλιά της ― χρυσά πίσω απ’ το φως, και το μπόι της, αρκετά ψηλό. Τίποτ’ άλλο. Τα βήματα πέρασαν κι έσβησαν.
Κάθισε να τρίβει τα μάτια του. Ήταν φως; Ήταν αλήθεια; Ο κόσμος πέρασε από δίπλα του γρήγορος σαν αστραπή, και χάθηκε πίσω απ’ το διάδρομο. Έχωσε το κεφάλι του μέσ’ στα μπράτσα κι απόμεινε κει. Πέρασαν ώρες, δε θυμόταν πόσες. Σίγουρα. Δεν ήταν αληθινό ό,τι έτρεξε. Του φάνηκε. Όλα τα ‘φερε ο πυρετός. Ο πυρετός απ’ τις κακοφορμισμένες πληγές του. Έτσι θα ήταν. Κρίμα…
Κοιμόταν. Τον είχε κλεφτοπάρει έτσι κουλουριασμένος, όπως έμενε. Μπορεί να ονειρεύτηκε κιόλα. Ένα όνειρο γεμάτο φεγγάρια, φεγγάρια και κορίτσια. Ένα παγκάκι μια ακακία… Μα τι ‘ταν αυτό; Σήκωσε το κεφάλι του. Το φεγγάρι. Το κορίτσι με το φεγγάρι ξαναπερνούσε. Όχι, δεν ήταν όνειρο… Δεν ήταν ψέμα… Αχ… εξαίσιο πέρασμα… χαμόγελο της ζωής. Υπάρχεις λοιπόν; Κι εσύ γυναίκα, όποια κι αν είσαι, να ‘σαι ευλογημένη. Αφού υπάρχει το φως όλα υπάρχουν. Τώρα μπορεί να κυλήσει όσος μαύρος χείμαρρος θέλει. Η ζωή υπήρχε! Και τον περίμενε.
Τότε ορκίστηκε. Αν ζούσε, αν ανέβαινε στο φως, να ψάξει, να την βρει, και να την βρει, και να την προσκυνήσει, όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν. Γιατί τον δυνάμωνε, γιατί κατέβηκε στα τάρταρα, για να του φέρει το φως, και την εγκαρτέρηση.
Έτσι το θυμόταν: Δυνατά, επίμονα, με πάθος… Όλον τον κατοπινό καιρό, όσος ήταν. Τον όρκο τον είχε βάψει στις πληγές του. Το θυμόταν κι όταν σύρτηκαν οι βαριές αλυσίδες ― γιατί κάποτε οι αλυσίδες σύρτηκαν― και τον πέταξαν ξανά στο φως. Θυμόταν και τα λόγια που αλλάξανε ξοπίσω του οι φύλακες. «Μπορείς απ’ την πέτρα την ξερή να βγάλεις νερό, απ’ αυτόν δε βγάζεις λέξη».
Δίπλα στο Ιεροξεταστήριο ήταν ένα καφενεδάκι. Κάθισε στην πρώτη καρέκλα που σκόνταψε. Κάθισε, γιατί δεν μπορούσε ούτε να δει, ούτε να σκεφτεί, ούτε να περπατήσει. Ακόμα ψηλαφούσε… Ήρθε ένας μεσόκοπος άντρας και στάθηκε από πάνω του.
― Από κάτω έρχεσαι;… του λέει με πονετική φωνή. Φαίνεσαι. Είσαι σα χασές. Να σου φέρω ένα καφεδάκι, παιδί μου, να στυλωθείς;
― Πόσον καιρό έχω; Τον ρωτά.
― Που να ξέρω… Πότε σε πιάσανε; πε μου και θα το βρούμε.
― Αρχές Απρίλη.
― Χμ… Σήμερα έχουμε τέλη του Νοέμβρη.
― Τέλη του Νοέμβρη;…
Εφτά μήνες… Εφτά ολοστρόγγυλους μήνες… Μόνο με ψωμί… Νερό και ψωμί, που του το πετούσαν αμίλητοι απ’ την τρυπίτσα. Αμίλητοι, για να μην ακούσει ανθρώπινη μιλιά, κι αναθαρρήσει…
Ο καφετζής ξαναγύρισε με το δίσκο.
― Πάρε, παιδί μου. Κι απόθεσε τον καφέ.
Δεν τον πρόσεξε. Έπεσε πάνω στο νερό με λαχανητό.
― Μπάρμπα… του λέει. Και γαντζώνει πάνω στο ρούχο του. Μπάρμπα, όποιος κι αν είσαι. Έκανα έναν όρκο εκεί κάτω. Και θέλω τώρα που βγήκα να τον ξεπληρώσω…
― Ποιον παιδί μου; Λέγε…
― Κάποτε… δεν ξέρω πότε. Μα μια μέρα… ― ή μια νύχτα…, δε θυμάμαι― εκεί κάτω έγινε φως. Ένα κορίτσι…
― Άσε, ξέρω.
― Ξέρεις;
― Ναι, άσε, ξέρω… Να, εκειδά στο στενάκι κάθεται. Τη βλέπεις κείνη την πόρτα την κανελιά με το χερούλι; Έ, κει κάθεται.
― Ποιος; Το κορίτσι;
― Το κορίτσι. Δώσε στην πόρτα τρεις χτυπησιές και θα σ’ ανοίξουνε. Το ξέρω το κορίτσι. Είναι το τελευταίο κελεπούρι του Σβαρτς. Έχει καναδυό μήνες που το σπίτωσε.
― Του Σβαρτς;… Κάνει σαστισμένος. Και καλά, γιατί ο κύριος δεν πηγαίνει εκεί; Γιατί την κατεβάζει στον μαύρο κόσμο, κάτου στα έγκατα της γης;
― Άπιαστος κόσμος, παιδί μου, χαλασμένος, πώς το λένε… Να, είναι διότροπος, διεστραμμένος, βίδα… πώς το λένε;
― Άσε, μπάρμπα, κατάλαβα. Στην κανελιά πόρτα είπες; Άσε, κατάλαβα. Γεια σου…
Έχωσε τη σκούφια του βαθιά κι έφυγε. Παραπατούσε σα μεθυσμένος. Σερνόταν τοίχο-τοίχο ώσπου έφτασε στο χερούλι της καφετιάς πόρτας και κρεμάστηκε απάνω του. Ένα ξεπλυμένο μούτρο χάραξε την πόρτα και τον κοίταξε στυφά-στυφά.
― Πάαινε παρακάτω, χριστιανέ μου… Δεν έχει…
― Τι;
― Δεν έχουμε λιανά.
Έπιασε με δύναμη την πόρτα και την έσπρωξε μέσα.
― Λιανά;… Λιανά είπες; Για ποιον λοιπόν με πέρασες;
Η γριά τον μέτρησε φοβισμένη.
― Καλά… Κόπιασε. Μα τι ορίζεις;
― Θέλω… (Σταμάτησε. Τι ήθελε;… Σκούπισε τον ιδρώτα του). Θέλω τη… (Μα πως την έλεγαν;). Θέλω… Θέλω τη… την «απαυτή»… τη λεγάμενη του Σβαρτς.
― Χμ…Χμ… κάνει η γριά και ξερογλείφεται. Δεν είναι για τα δοντάκια σου, καψερέ μου. Πάαινε.
― Όχι, γιαγιά. Όχι, να μη χαρώ τα μάτια μου. Δεν…
― Πάαινε… πάαινε… Δεν είναι για κανέναν. Μη βλέπεις με κείνον. Έχει το λόγο της. Ποιον λόγο;… Κείνη ξέρει. Κάτι, λέει, της έταξε… Δεν είναι της «δουλειάς» το κορίτσι, μάτια μου. Τράβα.
― Γιαγιά… κάνει και της σταυρώνει τα χέρια. Δε με κατάλαβες. Δε με νοιάζει ποιανού είναι και τι κάνει. Εγώ θέλω μόνο να τη δω. Τίποτα άλλο. Μόνο να τη δω.
― Να τη δεις; Άλλο και τούτο! Και γιατί;
Κείνη την ώρα ακούστηκαν ξοπίσω βήματα.
― Να… πες τα στην ίδια… λέει η γριά. Άκου, Όλγα, κορίτσι μου. Στράφηκε. Κοντά του ήταν ένα τραπέζι…
― Τι είναι, γιαγιά; Ρώτησε το κορίτσι.
Τότε έγινε κάτι σα σεισμός. Μα αυτός ωστόσο δεν έπεσε. Στάθηκε αντίκρυ της σαν κέρινη σκιά… (Το μικρό του πάναγνο Ολγάκι…).
Κείνη έπαιξε με δύναμη τα μάτια. Ύστερα τα ‘κλεισε και περίμενε τα νύχια του. Δεν έγινε… Ο άνθρωπος που στεκότανε αντίκρυ της έβγαλε αργά-αργά το σκούφο του και γονάτισε. Κείνη έπεσε στα χέρια της γριάς. Κάτι ζεστό άγγιξε το μέτωπό της… Ένα ζεστό στόμα πέρασε σιγά, λεπτά, με ευλάβεια απ’ τα μαλλιά της… Κι ύστερα ξεμάκρυνε…
Άνοιξε τα μάτια της. Ο άνθρωπος με το φιλί έφευγε. Κι η τραγιάσκα του… ήταν ακόμη κρεμασμένη απ’ το χέρι… Της ήρθε να φωνάξει. Να τρέξει ξοπίσω του, να τον προφτάσει…, μα τα πόδια της ήταν κολλημένα. Ήθελε να του φωνάξει. Να περιμένει. Να δει πως θα πέφτει, και πως θα φιλεί ένα-ένα τα βήματά του… μα κείνος είχε ξεμακρύνει. Ακούστηκε να κλείνει ξοπίσω του η πόρτα.
Και τότε… Τότε κατάλαβε… ― κι έμπηξε φωνή― κατάλαβε… πως στον τάφο που κατέβηκε για να τον βγάλει, έμεινε για πάντα θαμμένη η ίδια…
Επιμέλεια κειμένου
Παπαδανιήλ Ελπίδα
Αρθρογράφος, Συνεργάτης COA