Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΕΝΤΟΣ
Πόσο σκληρό και συνάμα πόσο παρήγορο είναι να λες πως σε πρόδωσαν
Εκείνοι οι μεταμφιεσμένοι ιεραπόστολοι που κάλεσες στο απόδειπνο
Μύριζες σαν θυμιατό
Έκαιγες σαν κάρβουνο
και πρόσφερες, δάνειο, το καντήλι σου και το προσευχητάρι
ως μια ψευδεπίγραφη έναρξη συνταιριάσματος
Και μετά αυτοί έφυγαν, κοινοί πλανόδιοι καθώς ήσαν,
διαλαλώντας όσες προσευχές είχαν βγει απ’ τα χείλη σου
Η ύπαρξή σου, ολάκερη, τελούσε υπό υπερένταση
και πόσο δυνατά άκουγα, αλήθεια, το παιδί εντός σου να κλαίει και να γυρεύει συμπόνια,
ηθικέ αυτουργέ της μοναξιάς σου
Κάθε σου κύτταρο ζητούσε με αναστάτωση να βρεθεί ο προδότης
Όσο πιο κοντινός, τόσο μεγαλύτερη η οδύνη σου
τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη αυτού του παιδιού, που ορκίζομαι συνέχιζα να το ακούω να κλαίει, να κανακευτεί
και να αναζητήσει τον επόμενο προδότη
Μέχρι να γεμίσει αναμνήσεις η ψυχή, βαμμένες στα χρώματα της Ίριδας, οδεύοντας
άλλες φορές προς τη Γη
και άλλες προς τον Ουρανό
Δεν σε ψέγω, μη ντρέπεσαι και μου γυρνάς την πλάτη
Αντιθέτως, μπορεί και να σε νιώθω
Έπραξες το εκ φύσεως αναγκαίο στο δρόμο της αυτοπραγμάτωσής σου
Δεν σε λυπάμαι, γιατί δεν σου πρέπει
Αφουγκράζομαι την ανάγκη σου για αυτοαποκάλυψη,
που υπερκέρασε το, πάντα έτοιμο, πνεύμα της διανοίας σου
Εντός σου, γνώριζες, και κανείς δεν σε έπεισε για την αγιοσύνη του
Μα έπρεπε να κοινωνήσεις πρώτα με απόνερα και ύστερα με σώμα και αίμα
Συγκροτήσου αυτοστιγμής με γενναιότητα, και συνέχισε τον ανηφορικό σου δρόμο,
που θα σε ανταμείψει με έναν νέο, πιο φωτεινό εαυτό
Ήρθε η ώρα να φύγω
Στα χέρια σου κρατάς πυξίδα και φανάρι
και μια ισχυρή μνήμη φορτισμένη με συναίσθημα
Ναι, ήρθε σίγουρα η ώρα να φύγω, δεν θέλω να σε κοιτάξω άλλο στα μάτια,
για να μην προσπαθήσεις να με ραγίσεις
Δεν το φοβάμαι, προς Θεού, ίσως μια άλλη στιγμή να το καλοδεχόμουν,
απλώς τώρα γεννήθηκε η ανάγκη να φύγω, να περιπλανηθώ στα σκοτάδια μου, να λουστώ το Φως τους.
Αγγελική Ζευγολάτη-Πατσάλα