Σον Κόνερι
Σκωτσέζος ηθοποιός, ο πρώτος που ενσάρκωσε τον Τζέιμς Μποντ στη μεγάλη οθόνη και ο καλύτερος στο ρόλο αυτό από τους ηθοποιούς που ακολούθησαν.
Ο Τόμας Σον Κόνερι γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1930 στο Εδιμβούργο από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν εργάτης και η μητέρα του καθαρίστρια. Εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο, εργάστηκε ως γαλατάς στη γειτονιά του και στα 16 του έγινε δεκτός στο Πολεμικό Ναυτικό του Ηνωμένου Βασιλείου, από το οποίο αφυπηρέτησε τρία χρόνια αργότερα εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας. Τότε άρχισε να εξασκείται στο μποντιμπίλντιγκ και να ποζάρει ως μοντέλο για επίδοξους ζωγράφους και σε καταλόγους ανδρικής μόδας. Διαγωνίσθηκε στα διεθνή ανδρικά καλλιστεία για τον τίτλο του «Μίστερ Κόσμος», που του άνοιξαν τον δρόμο για να εργαστεί ως κομπάρσος σε θεατρικές παραγωγές.
Το 1962 έκανε δοκιμαστικό και κέρδισε το ρόλο του Τζέιμς Μποντ στο κατασκοπικό θρίλερ του Τέρενς Γιανγκ «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Εναντίον Δρος Νο» («Dr No»), που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ίαν Φλέμινγκ. Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας και οι δύο συνέχειές της – «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Από τη Ρωσία με Αγάπη» («From Russia to Love», 1963) και «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 Εναντίoν Χρυσοδάκτυλου» («Goldfinger», (1964) – ανέδειξαν τις ταινίες του Μποντ σε παγκόσμιο φαινόμενο και τον Κόνερι σε διασημότητα με διεθνή ακτινοβολία.
Τη δεκαετία του ‘70 έπαιξε κυρίως σε δράματα εποχής και ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όπως «Εκεί που δεν φτάνει ο ήλιος» («Molly Maguires», 1970), «Ζαρντόζ» («Zardoz», 1974), «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» («Murder on the Orient Express», 1974), «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» («The Man Who Will Be King», 1975) του Τζον Χιούστον, «Ο Άνεμος και το Λιοντάρι» («The Wind and the Lion», 1975), «Το Ρόδο και το Βέλος» («Robin and Marian», 1976) και «Η Κλοπή των Αιώνων» («The First Great Train Robbery», 1978).
Άλλες ενδιαφέρουσες ταινίες του Κόνερι από τη δεκαετία του ’90 είναι: «Ρομπέν των Δασών» («Robin Hood: Prince of Thieves», 1991), «Λάνσελοτ, ο Πρώτος Ιππότης» («First Knight», 1995), «Ο Βράχος» («The Rock», 1996), «Η Καρδιά του Δράκου» («Dragonheart», 1996) και «Διπλή Παγίδα» («Entrapment», 1999). Ο Κόνερι αποσύρθηκε από τη μεγάλη οθόνη το 2003 μετά την εμφάνισή του στην περιπέτεια φαντασίας «Η Συμμαχία» («The League of Extraordinary Gentlemen»), αν και συνέχισε να δανείζει την επιβλητική βαθιά φωνή του με την έντονη σκωτική προφορά σε διάφορες παραγωγές.
Γνωστός καρδιοκατακτητής, ο Σον Κόνερι ήταν παντρεμένος σε δεύτερο γάμο από το 1975 με τη γαλλίδα ζωγράφο Μισελίν Ροκεμπρίν. Από τον πρώτο του γάμο με την ηθοποιό Νταϊάν Σιλέντο είχε αποκτήσει ένα γιο, τον ηθοποιό Τζέισον Κόνερι. Πολιτικά ήταν υποστηρικτής και χρηματοδότης του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας (SNP), που υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο Σον Κόνερι πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 2020, σε ηλικία 90 ετών.