Ιώ Βουλγαράκη: «Έχω εκπλαγεί από την πολυπρισματικότητα της Εκάβης»

Εικοσιτέσσερις αιώνες μετά, το διαχρονικό έργο του Ευριπίδη «Εκάβη» παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ. Καθημερινά φτάνουν στις οθόνες μας εικόνες από πολέμους και αφόρητης βίας από κάθε σημείο του κόσμου. Οι γυναίκες παραμένουν μια μειονότητα εκτεθειμένη στη βία ενώ οι φορείς εξουσίας συνεχίζουν να θέλουν το πένθος να ιδιωτικοποιείται και να μη γίνεται συλλογική υπόθεση..
Σπούδασε ελληνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υποκριτική στην Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης του Εθνικού Θεάτρου. Είναι αριστούχος απόφοιτος της Σχολής Σκηνοθεσίας του Ρώσικου Πανεπιστημίου Θεατρικής Τέχνης GITIS της Μόσχας (τμήμα Λεονίντ Χέιφιτς, 2008-13).Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, την Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, την Εθνική Λυρική Σκηνή και είναι ιδρυτικό μέλος της oμάδας ΠΥΡ που δραστηριοποιείται στο ελληνικό θέατρο από το 2013.

«Νομίζω ότι το θέμα του πένθους και της πολιτικοποίησης του πένθους, δηλαδή το τι είδους κοινότητα γινόμαστε μέσα από το πένθος, μας αφορά πάρα πολύ από πολλές πλευρές. Είτε πούμε για τα πιο πρόσφατα συμβάντα, το ναυάγιο, τα Τέμπη, τη φετινή εάν θέλετε επικαιρότητα, είτε δούμε συνολικά την μετακορονοϊού εποχή βιώνουμε όλοι μας ένα ανεπίλυτο πένθος, προσωπικό και συλλογικό. Είναι λοιπόν ένα θέμα που μας αφορά τόσο ως άτομα όσο και ως κοινότητα, ως πολιτικό σώμα…»
Συνέντευξη της ταλαντούχας σκηνοθέτριας Ιώς Βουλγαράκη στην Ελπίδα Παπαδανιήλ για την Κουλτουρόσουπα.

Ε.Π.: Τι ήταν αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον σας και ασχοληθήκατε με το συγκεκριμένο έργο; Υπάρχει κάτι που σας συγκίνησε ιδιαίτερα;
Ι.Β.: Κατά τη δική μας ανάγνωση, θεματικό κέντρο της παράστασης είναι το συλλογικό πένθος. Η Εκάβη είναι ένα έργο που παίζεται σπάνια. Γράφτηκε σε μια εποχή του απόλυτου ηθικού χάους, εν μέσω Πελοποννησιακού πολέμου, σε μια εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε καμία ασφάλεια, καμία σταθερότητα. Ο Θουκυδίδης γράφει μάλιστα ότι οι άνθρωποι επιζητούσαν την εξουσία μέσα από τόσο αποτρόπαιες πράξεις ώστε όλες αυτές που θεωρούνταν απόλυτες αλήθειες, σχετικά με την ηθική και τη δικαιοσύνη, αμφισβητούνταν ή κατέρρεαν. Είναι δηλαδή μια πολύ ακραία εποχή… κάτι που βρίσκω συγγενές με τη δική μας. Από τη στιγμή που βρισκόμαστε σε μία συνθήκη βίας, βρισκόμαστε και σε έναν κόσμο απώλειας. Αυτό ακριβώς με συγκινεί στο έργο, πώς δηλαδή η Εκάβη και αυτή η κοινότητα των γυναικών συγκροτούνται ως συλλογικότητα μέσα από την απώλεια, μέσα από το πένθος και πώς φτάνουν τελικά σε μία πράξη τρομερή, στερούμενες οποιασδήποτε άλλης επιλογής. Είναι τόσο εκτεθειμένες στη μονόπλευρη ορμή του κακού που δεν μπορούν παρά να απαντήσουν στη βία με βία.
Ε.Π.: Ποιος είναι τελικά ο κόσμος της Εκάβης; Τι θα δούμε επί σκηνής;
Ι.Β.: Ο κόσμος του έργου είναι ιδιαίτερος γιατί η Εκάβη είναι ένα έργο των νεκρών και όχι των ζωντανών. Δηλαδή στο έργο οι νεκροί ορίζουν τις ζωές των ζωντανών και άρα οι νεκροί ορίζουν τη δράση. Και βέβαια όχι μόνο οι νεκροί που υπάρχουν στην συγκεκριμένη ιστορία που παρακολουθούμε αλλά βρισκόμαστε μετά από έναν πόλεμο κι οι νεκροί είναι πίσω πάρα πολλοί. Γι’ αυτό και η Εκάβη στον αγώνα της να σώσει την Πολυξένη λέει «Φτάνουν πια οι νεκροί» και χωράνε όλοι εκείνη την στιγμή στα λόγια της, νικητές και ηττημένοι. Παραστασιακά είμαστε λοιπόν σε ένα σύμπαν γεμάτο από τον συλλογικό πόνο, δημιουργούμε ένα τοπίο θρήνου κι όσο βαθαίνει το μοιρολόι, τόσο αυτός ο κόσμος αρχίζει να αποκτά και μια μεταφυσική διάσταση. Η παράσταση δηλαδή ως σύλληψη και όλη η αφήγηση οδηγούν σε ένα τοπίο εντελώς μη πραγματικό, όπου τελικά νεκροί και ζωντανοί συνυπάρχουν και όλοι στην πραγματικότητα είναι τωρινοί αλλά και μελλοντικοί νεκροί.
Ε.Π.: Η Εκάβη, μια από τις πιο «δυνατές» γυναίκες της Τροίας, έχει το δικαίωμα της ευθραυστότητας ή ως Βασίλισσα πρέπει να διατηρεί την αντίστοιχη αγέρωχη στάση;
Ι.Β.: Σίγουρα το έχει γιατί στην πραγματικότητα την Εκάβη δεν τη διαχωρίζει τίποτα πια από τις υπόλοιπες γυναίκες του Χορού, είναι κι αυτή ένα σώμα που ξεριζώνεται, που θα συρθεί και θα μπει σε ένα καράβι. Και αυτό το τολμούμε μέσα στην παράσταση, να αναδείξουμε όχι μόνο τη δύναμη της Εκάβης αλλά και τις πολύ εύθραυστες και ευάλωτες περιοχές της. Η Εκάβη έχει πολλά πρόσωπα. Προσωπικά, έχω εκπλαγεί από την πολυπρισματικότητα αυτού του ρόλου γιατί είναι και η μάνα και η σύντροφος και η βασίλισσα που είχε τα πάντα και βρέθηκε στο μηδέν, είναι και μια γυναίκα που στέκεται απέναντι σε έναν πολιτικό αρχηγό ορθώνοντας το ανάστημά της και θέτοντας τον εαυτό της ισότιμο απέναντί του. Και βέβαια είναι και η Εκάβη της ύβρης, η Εκάβη που κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ως προορισμό της να φέρει η ίδια ξανά στον κόσμο τη δικαιοσύνη.
Ε.Π.: Στο έργο παρατηρούμε τη μεταμόρφωση της Εκάβης. Πώς από αξιολύπητο, αδρανές θύμα που μόνο πάσχει, μεταβάλλεται σε θηριώδη και αδυσώπητο θύτη. Ενώ θα περιμέναμε εύλογα την πλήρη εξουθένωση, αντικρίζουμε την αφύπνιση… Πώς προσπαθήσατε να προσεγγίσετε αυτή τη μεταμόρφωση;
Ι.Β.: Δεν είναι εύκολο να το περιγράψω. Θα έλεγα όμως ότι αυτή η μεταμόρφωση, που είναι πολύ σωστή λέξη, αποτυπώνεται όχι μόνο στην υποκριτική δομή του ρόλου της Εκάβης αλλά και στο γεγονός ότι από ένα σημείο και μετά στην παράσταση συνυπάρχουν επί σκηνής νεκροί και ζωντανοί. Υπάρχει μια ποιητική και μεταφυσική γραμμή στην παράσταση η οποία σίγουρα φανερώνει και ενισχύει αυτή τη μεταμόρφωση για την οποία μιλάμε.
Ε.Π.: Πόσο επίκαιρο είναι το έργο;
Ι.Β.: Εδώ έχουμε μια διαφορετική Εκάβη από τις Τρωάδες. Εδώ η Εκάβη του θρήνου φτάνει να κάνει ένα τρομερό έγκλημα, απαντώντας στη βία που έχει δεχθεί. Οπότε για μένα αυτό ανοίγει μια τεράστια, ουσιαστική διαλεκτική με το σήμερα.

Διαβάστε όλη τη συνέντευξη: https://kulturosupa.gr/interviews/io-voulgaraki-50279/

Διαβάστε επίσης:

Θανάσης Κουρλαμπάς: «Ζούμε τραγικές στιγμές ως ανθρωπότητα..», https://kulturosupa.gr/interviews/kourlampas-50336/